πληγώνω

πληγώνω
πλήγωσα, πληγώθηκα, πληγωμένος
1. προκαλώ πληγή, τραύμα: Πληγώθηκε πάνω στον καβγά.
2. μτφ., πικραίνω βαθιά, προκαλώ μεγάλη λύπη, θίγω, θλίβω: Τα λόγια σου τον πλήγωσαν πολύ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληγώνω — πληγώνω, πλήγωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πληγώνω — πληγῶ, όω, ΝΜΑ [πληγή] 1. προκαλώ πληγή σε κάποιον, τραυματίζω 2. μτφ. προσβάλλω, στενοχωρώ πολύ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κατατιτρώσκω — (AM) (επιτ. τ. τού τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα μσν. 1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω» 2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο αρχ. προξενώ απόστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτρώσκω «πληγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κατουτώ — κατουτῶ, άω (Α) πληγώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐτῶ «πληγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πλήγωμα — το, Ν (κυριολ. και μτφ.) η ενέργεια κα το αποτέλεσμα τού πληγώνω, τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • πληγωμός — ο, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πληγώνω, τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • προτιτρώσκω — Α τραυματίζω, πληγώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”