πληγώνω — πληγώνω, πλήγωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληγώνω — πληγῶ, όω, ΝΜΑ [πληγή] 1. προκαλώ πληγή σε κάποιον, τραυματίζω 2. μτφ. προσβάλλω, στενοχωρώ πολύ κάποιον … Dictionary of Greek
κατατιτρώσκω — (AM) (επιτ. τ. τού τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα μσν. 1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω» 2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο αρχ. προξενώ απόστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτρώσκω «πληγώνω»] … Dictionary of Greek
κατουτώ — κατουτῶ, άω (Α) πληγώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐτῶ «πληγώνω»] … Dictionary of Greek
πλήγωμα — το, Ν (κυριολ. και μτφ.) η ενέργεια κα το αποτέλεσμα τού πληγώνω, τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
πληγωμός — ο, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πληγώνω, τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
προτιτρώσκω — Α τραυματίζω, πληγώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»] … Dictionary of Greek
τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek